- εὐθύπορον
- εὐθύποροςgoing straightmasc/fem acc sgεὐθύποροςgoing straightneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθύπορος — εὐθύπορος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που πορεύεται κατευθείαν 2. (για ήθος) ομαλός, κόσμιος 3. αυτός που έχει ευθύ πέρασμα («εὐθύπορον κέρας», Αριστοτ.) 4. (για ξύλο) αυτός που έχει ευθεία διάταξη στις ίνες του. επίρρ... εὐθυπόρως (Μ) κατευθείαν, σε… … Dictionary of Greek